ὕπουλος

ὕπουλος
ὕπουλ-ος, ον, of sores,
A extending inwards, under the surface of the flesh, enclosed,

τὰ συριγγώδη καὶ ὅσα ὕ. ἐστι καὶ ἔντοσθε κεκοιλασμένα Hp.Medic.11

; ὅσα μὲν ἔχει στόμα μέγα καὶ οὐ ταχὺ συμφύεται, ταῦτα καίειν δεῖ, ὅπως ἡ ἐσχάρα ἐκεῖ πέσῃ· οὕτως γὰρ οὐκ ἔσται ὕπουλα, i.e. there will be no internal accumulation of pus, Arist.Pr.863a12; also of the part affected, festering, purulent,

σῶμα Cratin.351

, cf. Plu.Lyc.4;

ἐπιληψίαι Gal.Vict.Att. 1

;

σπλήν Pl.Ti.72d

.
2 metaph., with festering sores underneath, unsound, hollow, οἰδεῖ καὶ ὕ. ἐστιν [ἡ πόλις] Id.Grg.518e; ὕ. τὴν ψυχὴν ποιήσει ib.480b;

ὕ. τέλμα

treacherous,

Plu. Rom.18

; ὕ. εὐνομία (v.l. αὐτονομία) hollow, unreal, Th.8.64;

ὕ. ἡσυχία D.18.307

; applied to the Trojan horse, S.Fr.1105; κάλλος κακῶν ὕπουλον a fair outside, but fraught with ills below, Id.OT 1396;

ὕ. μάντευμα

false, fallacious,

Paus.3.7.3

;

φαντασίαι Gal.7.203

;

λόγοι Babr.44.4

; of persons, false, deceitful,

ἀνὴρ ὕ. δίκτυον κεκρυμμένον Men.Mon.587

;

δόλιοι καὶ ὕ. Phld.Ir.p.60

W., cf. Plu. Caes.60, etc.;

ὕ. οἱ Ἀττικοί Dicaearch.1.4

; concealed, [δόξαι], ἔχθρα, Phld.D.1.24, D.H.3.28; of evils, festering within,

οἴημα Plu.2.44a

; στάσεις ib.329b. Adv., -ως διακεῖσθαί τινι to be secretly hostile to one, Plb.10.35.6; ὑ. ἀκροᾶσθαι render a hollow obedience, Plu.Luc.21; joined with δολίως, Epigr.Gr.387 (Apamea Cibotus). (Perh. from ὑπείλλω, lit. shut up, suppressed; ὕπουλον = a 'gathering'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὕπουλος — extending inwards masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… …   Dictionary of Greek

  • ύπουλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την ουλή (βλ. λ.), αυτός που επουλώθηκε εξωτερικά αλλά εσωτερικά εξακολουθεί να υπάρχει σε νοσηρή κατάσταση. 2. μτφ., δόλιος, υποκριτικός, καταχθόνιος, πονηρός: Ύπουλος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπούλως — ὕπουλος extending inwards adverbial ὕπουλος extending inwards masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπουλον — ὕπουλος extending inwards masc/fem acc sg ὕπουλος extending inwards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπουλότερος — ὕπουλος extending inwards masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλοις — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλου — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλους — ὕπουλος extending inwards masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλων — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπούλῳ — ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”